- κατανυκτός
- κατανυκτός, -όν, θηλ. και -ή (Μ) [κατανύσσω]εκκλ. ο συγκινημένος («καρδία κατανυκτή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατάνυκτος — ἀκατάνυκτος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει αισθανθεί κατάνυξη, ο ασυγκίνητος 2. αυτός που δεν προκαλεί κατάνυξη, δεν συγκινεί 3. επίρρ. ἀκατανυκτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανυκτὸς < κατανύσσω] … Dictionary of Greek